μακροβιωτέρα

μακροβιωτέρα
μακροβιωτέρᾱ , μακρόβιος
long-lived
fem nom/voc/acc comp dual
μακροβιωτέρᾱ , μακρόβιος
long-lived
fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακροβιώτερα — μακρόβιος long lived neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροβιωτέρας — μακροβιωτέρᾱς , μακρόβιος long lived fem acc comp pl μακροβιωτέρᾱς , μακρόβιος long lived fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλοβαρής — κεφαλοβαρής, ές (Α) (κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιο βαρής, οινο βαρής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”